Home / Greek / LXX Accented / Web / Sirahova

 

Sirahova 8.1

  
1. μὴ διαμάχου μετὰ ἀνθρώπου δυνάστου μήποτε ἐμπέσῃς εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ